δείδω

δείδω
δείδω (Α)
Ι. 1. φοβάμαι
2. ανησυχώ για κάποιον ή για κάτι («δέδια ἀμφὶ σαῑς τύχαις»)
3. φοβάμαι μήπως συμβεί (ή μήπως έχει ήδη συμβεί) κάτι κακό (α. «δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε» — φοβόμαστε μήπως δεν είσαστε σταθεροί
θ. «δέδοιχ' ὅπως μὴ... ἀναρρήξει κακά» — φοβάμαι μήπως ξεσπάσουν συμφορές)
4. φοβάμαι, διστάζω να κάνω κάτι («δεῑσαν δ' ὑποδέχθαι»)
II. (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) το δεδιός
το δέος, ο φόβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. δείδω (από παρακμ. *δε-δFoı-α) απαντά μόνο στον Όμηρο (στην αρχή στίχου) και στους Αλεξανδρινούς. Αντ' αυτού χρησιμοποιείται ο παρακμ. δέδοικα < *δε-δFοι-κα ή δέδια με σημ. ενεστώτα. Ήδη από τον Όμηρο μαρτυρείται τ. δείδοικα. Το ρήμα ανάγεται σε ρίζα *δFει- (< ΙE* dwei- «φοβάμαι» (το αρχικό δF- πιστοποιείται από το ομηρ. έδδεισε και από το κορινθ. ΔFενίᾱς) και συνδέεται με αρμ. erkncim «φοβάμαι» (αόρ. erkeay και ουσ. erkiwl «φόβος») και, παρά τη μικρή απόκλιση στη σημασία, πιθ. με αβεστ. dvaēθā «απειλή, φοβέρα», λατ. dīrus «μοχθηρός, απαίσιος», αρχ. ινδ. dvesti «μισώ». Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι η δομική ομοιότητα τής ρίζας *dwei- «φοβάμαι» με τη ρίζα *dwei- «δύο» μπορεί να μην είναι συμπτωματική, αλλά να πρόκειται για την ίδια ρίζα. Η ρίζα *dwei- δηλ. πιθ. αρχικά να εξέφραζε την έννοια τού διττού και περαιτέρω τής διαιρέσεως, τού διχασμού, τής διχογνωμίας άρα και τής αμφιβολίας, έννοια η οποία πλησιάζει πολύ προς εκείνη τού φόβου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δείδω — pres subj act 1st sg δείδω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδιότα — δείδω perf part act neut nom/voc/acc pl δείδω perf part act masc acc sg δείδω perf part act neut nom pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείσῃ — δείδω aor subj mid 2nd sg δείδω aor subj act 3rd sg δείδω fut ind mid 2nd sg δεῖσα slime fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδιότες — δείδω perf part act masc nom/voc pl δείδω perf part act masc nom pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδοικότα — δείδω perf part act neut nom/voc/acc pl δείδω perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδοίκετε — δείδω perf imperat act 2nd pl δείδω plup ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειδιότα — δείδω perf part act neut nom/voc/acc pl δείδω perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειδιότες — δείδω perf part act masc nom/voc pl δείδω perf part act masc nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεισάντων — δείδω aor part act masc/neut gen pl δείδω aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῖσαι — δείδω aor imperat mid 2nd sg δείδω aor inf act δεῖσα slime fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”